Μανιτάρι ονομάζεται κοινώς το ορατό μέρος πολυκύτταρων μυκήτων με τη χαρακτηριστική, συνήθως ομβρελοειδή μορφή. Στην ουσία, αυτό που βλέπουμε είναι το σώμα του μανιταριού, δηλαδή το όργανο στο οποίο θα αναπτυχθούν τα σπόρια που θα εξασφαλίσουν τη διαιώνιση του είδους. Το κυρίως μέρος του μύκητα είναι υπόγειο και σχεδόν πάντα αθέατο το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Είναι το μυκήλιο που αναπτύσσεται σαν ιστός στο υπόστρωμα με τη μορφή των μυκηλιακών υφών.
Τα μανιτάρια μπορεί να δημιουργούν αρμονικές συμβιωτικές σχέσεις αλληλοβοήθειας (μυκόρριζα), να αποτελούν παράσιτο ζωντανών ή ετοιμοθάνατων δέντρων και φυτών, ή να είναι σαπρόφυτα που τρέφονται από νεκρή οργανική ύλη την οποία αποσυνθέτουν παίζοντας το δικό τους σημαντικό ρόλο στο οικοσύστημα. Είναι ετερότροφοι, μη φωτοσυνθετικοί οργανισμοί.
Τα μανιτάρια χαρακτηρίζονται από την απότομη ανάπτυξη και εμφάνισή τους, εξ ού και η έκφραση "φύτρωσε σαν μανιτάρι". Η οικολογία τους περιλαμβάνει πολλούς και διαφορετικούς βιότοπους, από τις δασωμένες πλαγιές και τα ρέματα των βουνών, τα ορεινά και ημιορεινά λιβάδια μέχρι και τις χορταριασμένες και υγρές μεριές μέσα σε πόλεις ή και τις αυλές των σπιτιών. Μπορούν να είναι εξαιρετικά βραχύβια ή και πολυετή. Στην πλειοψηφία τους, βγαίνουν το φθινόπωρο, όταν λόγω των βροχών ευνοείται από τις συνθήκες υγρασίας η καρποφορία τους. Καρποφορίες υπάρχουν και την άνοιξη, αλλά και όλο το χρόνο.
Επειδή πολλά μανιτάρια είναι δηλητηριώδη, προκάλεσαν και προκαλούν το φόβο αλλά και το δέος στους ανθρώπους. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στα βόρεια και στα κεντρικά, κάποια νόστιμα και δημοφιλή είδη μαζεύονται κατά κόρον και είναι γνωστά, αλλά αντίστοιχη τέτοια λαϊκή γνώση εμφανίζεται σε όλη την Ελλάδα, σε μικρότερο βαθμό.
Οι Έλληνες δεν φημίζονται για τη μυκοφιλία τους. Οι Γάλλοι, οι Ιταλοί αλλά και οι Βαλκάνιοι είναι παραδείγματα μανιταρόφιλων εθνών. Η ελληνική αγορά τροφοδοτείται κυρίως από τα καλλιεργημένα λευκά (Agaricus bisporus) και τα πλευρότους (Pleurotus ostreatus) καθώς και, σπανιότερα, άγρια μανιτάρια σε αποξηραμένη συνήθως μορφή.