Το καρότο είναι φυτό μονοετές ή διετές και ανήκει στο γένος Δαύκος (Daucus) της οικογένειας των Σελινοειδών.

Προέρχεται από το Αφγανιστάν και τις γύρω περιοχές, ενώ ήταν γνωστό φαρμακευτικό φυτό στην Αρχαία Ελλάδα με το όνομα Σταφλίνος. Στην Ευρώπη η καλλιέργεια του ξεκίνησε το 13ο αιώνα και ήταν χρώματος μοβ, εξαιτίας κάποιων χρωστικών που περιείχε.

Καρότα διαφόρων χρωμάτωνΗ ρίζα του είναι σαρκώδης με κωνικό μακρύ σχήμα και χρώμα πορτοκαλί, κίτρινο ή λευκό ανάλογα με την ποικιλία. Οι διάφορες ποικιλίες καρότου διακρίνονται από διαφορές στο σχήμα, το χρώμα και το μήκος της ρίζας. Τα φύλλα βγαίνουν από τη κορυφή της ρίζας και έχουν μακρύ μίσχο. Τη δεύτερη χρονιά αναπτύσσονται τα άνθη που είναι λευκά, κιτρινωπά ή ρόδινα.

Καλλιεργείται γαι τη σαρκώδη ρίζα του σε όλες τις Εύκρατες περιοχές, κυρίως το χειμώνα με ιδανική θερμοκρασία τους 15–18 βαθμούς. Προτιμά τα εδάφη με άφθονη υγρασία και καλά στραγγιζόμενα.

Η αναπαραγωγή γίνεται με σπορά και τα φυτάρια αναπτύσσονται με αργό ρυθμό. Η συγκομιδή γίνεται 3-4 μήνες μετά τη σπορά και στο εμπόριο διατίθεται συνήθως χωρίς το φύλλωμα, γιατί έτσι διατηρείται περισσότερο.

Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως στη Μακεδονία και τη Στερεά και η βασική ποικιλία είναι αυτή της «Αιγίνης», με κωνική ρίζα μεγάλου μεγέθους και πορτοκαλί χρώμα.

Το καρότο τρώγεται ωμό είτε σκέτο, είτε σε σαλάτες (κυρίως συνοδεύοντας το λάχανο), ή σαν τουρσί ή μαγειρεμένο (θεωρείται βασικό συστατικό στη φασολάδα, ενώ ταιριάζει πολύ καλά και με τον αρακά). Είναι μία εξαιρετική τροφή για τον οργανισμό αφού είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α και έχει αρκετή ποσότητα από βιταμίνες Β1, Β2 καθώς και νιασίνη.